-
1 ιδεα
ион. ἰδέη (ῐ) ἥ [ἰδεῖν]1) внешний вид, внешность, наружность(ἥ ἰ. αὐτοῦ ὡς ἀστραπή NT.)
τέν ἰδέαν καλός Plat. — красивый на вид, красивой наружности;κοῖλα παντοδαπὰ καὴ τὰς ἰδέας καὴ τὰ μεγέθη Plat. — впадины, различные как по форме, так и по размерам;τὰ ὁρώμενα τῆς ἰδέας Plat. — по внешнему виду2) видимостьἡ τοῦ θήλεος ἰ. Arst. — женоподобие;
γνώμην ἐξαπατῶσ΄ ἰδέαι Anth. — видимость, вводящая в обман (досл. обманывающая разум)3) вид, род, тип, качество, сортφύλλα τοιῆσδε ἰδέης Her. — листья такого свойства;
τὸ φρέαρ τὸ παρέχεται τριφασίας ἰδέας Her. — колодец, который доставляет три категории (горнопромышленных продуктов);πᾶσα ἰ. θανάτου Thuc. — всякий вид смерти;πολλαὴ ἰδέαι πολέμων Thuc. — многие виды войн;ἑτέραν ὕμνων ἰδέαν Δήμητρα θεὰν κελαδεῖν Arph. — прославлять богиню Деметру другим родом гимнов4) лог. род, класс, категория или видτὸ τῶν ἰχθύων γένος πολλὰς περιέχον ἰδέας Arst. — род рыб, содержащий много видов
5) способ, образ, формаἐφρόνεον διφασίας ἰδέας Her. — (эретрийцы) задумали два различных плана;
πᾶσαν ἰδέαν πειράσαντες Thuc. — испробовав все способы;τῇ αὐτῇ ἰδέᾳ Thuc. — таким же образом;τίς ἰ. βουλήματος ; Arph. — что за затея?6) филос. идея, общее свойство, начало, основание, принципμίᾳ ἰδέᾳ τὰ ὅσια (sc. ἐστίν) Plat. — праведные поступки являются праведными в силу единого (общего им) начала;
εἰς μίαν τέν ἰδέαν ἄγειν τὰ πολλαχῆ διεσπαρμένα Plat. — к единому началу сводить там и сям рассеянные элементы;μίαν ἰδέαν διὰ πολλῶν διαισθάνεσθαι Plat. — распознавать единое начало во многих вещах7) ( в идеалистической философии) идея, первообраз, идеальное начало (общий образ сущего, постигаемый умом)ἡ τοῦ ἀγαθοῦ ἰ. Plat. — идея блага;
οἱ τὰς ἰδέας αἰτίας τιθέμενοι Arst. — устанавливающие в качестве причин (эмпирического мира) идеи, т.е. представители идеалистической философии -
2 ἰδέα
A form,ἰδέᾳ καλός Pi.O.10(11).103
, cf. Theoc.29.6;τὴν ἰ. πάνυ καλός Pl.Prt. 315e
;τὴν ἰ. μοχθηρός And.1.100
, cf. Ar.Av. 1000;ἰδέην ὁρέων Hdt.1.80
; opp. χρῶμα, Id.4.109; opp. μέγεθος, Pl.Phd. 109b (pl.);ἡ ἰ. αὐτοῦ ἦν ὡς ἀστραπή Ev.Matt.28.3
, etc.; of the elementary shapes,ἄτομοι ἰδέαι Democr.
ap.Plu.2.1111a codd., cf. Fr. 141 D.; of the four elements, Philistion ap.Anon.Lond.20.25.3 kind, sort,φύλλα τοιῆσδε ἰδέης Hdt.1.203
; φύσιν παρέχονται ἰδέης τοιήνδε [οἱ ποτάμιοι ἵπποι] Id.2.71; ἐφρόνεον διφασίας ἰ. they conceived two modes of acting, Id.6.100, cf. 119; τὰ ὄργι' ἐστὶ τίν' ἰ. ἔχοντά σοι; what is their nature or fashion? E.Ba. 471; ἑτέραν ὕμνων ἰ. Ar.Ra. 384; καινὰς ἰ. εἰσφέρειν new forms of comedy, Id.Nu. 547; τίς ἰ. βουλεύματος; Id.Av. 993; πᾶσα ἰ. θανάτου every form of death, or death in every form, Th.3.81, cf. 83, 2.51;πολλαὶ ἰ. πολέμων Id.1.109
;ἡ ὑπάρχουσα ἰ. τῆς παρασκευῆς Id.4.55
; πᾶσαν ἰδέαν πειράσαντες having tried every way, Id.2.19; τῇ αὐτῇ ἰ. Id.3.62, 6.76; οὐκ ἐν ταῖς αὐταῖς ἰ. not in the same relations, Isoc.3.44: εἰς μίαν τινὰ ἰ. into one kind of existence, Pl.Tht. 184d;ἄλλη ἰ. πολιτείας Id.R. 544c
, etc.;ἀγοραίας.. ἰδέας τοῦ βίου Epicur.Fr. 196
.4 esp. in Rhet., etc., of literary form,ἀμφοτέραις ταῖς ἰδέαις κατεχρήσαντο πρὸς τὴν ποίησιν Isoc.2.48
, cf. 15.47,183; ἡ ἰαμβικὴ ἰ. Arist. Po. 1449b8, cf. 1450b34, Rh.Al. 1425a9, etc.; ἡ ἐν τῷ λέγειν ἰ. Phld. Rh.2.258 S.II in Logic,= εἶδος, class, kind: hence, principle of classification,ἔφησθα.. μιᾷ ἰδέᾳ τά τε ἀνόσια ἀνόσια εἶναι καὶ τὰ ὅσια ὅσια Pl.Euthphr.6d
, cf. Phdr. 265d. Sph. 253d, etc.2 pl. in Platonic Philosophy, ideal forms, archetypes,τὰς.. ἰ. νοεῖσθαι μέν, ὁρᾶσθαι δ' οὔ Id.R. 507b
, cf. 596b,al., Arist.Metaph. 990a34, al., EN 1096a17: also in sg., ἡ τοῦ ἀγαθοῦ ἰ. Pl.R. 508e, al., cf. εἶδος.3 notion, idea,προάγειν τὸν ἀποκρινόμενον ἐπὶ τὴν ἰ. ἀγνοουμένου πράγματος Nausiph.2
. (Written εἰδέα in later Greek, as PGen.16.17 (iii A.D.), v.l. in Ev.Matt.28.3.) -
3 ιδέα
η1) идея; προοδευτικές ιδέες передовые, прогрессивные идеи; 2) мысль, идея;σωστή ιδέα — счастливая идея;
μου πέρασε η ιδέα — мне пришла в голову мысль;
πρώτος είχε αύτή την ιδέα — он первый подал эту идею;
3) идея, замысел;η ιδέα τού έργου — идея произведения;
4) мнение, суждение;τί ιδέα έχεις γι' αυτόν; — каково твоё мнение о нём?;
είμαι της ιδέας σας — у меня то же мнение, я с вами согласен;
πες μου την ιδέα σου — скажи мне твоё мнение;
5) намерение;είμαι της ιδέας... — я имею намерение, я думаю...;
6) разг самая малость, капелька;μάκραινε το φόρεμα μιά ιδέα — надо чуть-чуть удлинить платье;
§ έμμονη ιδέα — навязчивая идея;
έχω (μιά) ιδέα γιά κάτι — иметь представление о чём-л.;
δεν έχω την παραμικρή ιδέα γιά κάτι — не иметь ни малейшего представления, понятия о чём-л.;
η ιδέα σου είναι — это тебе так кажется;
Μεγάλη ιδέα' — великая идея (термин, обознач, великогреческий шовинизм);
έχει μεγάλη ιδέα γιά τον εαυτό του — или είναι όλο ιδέα — он высокого мнения о себе
-
4 ἰδέα
ἰδέα, ἡ, ion. ἰδέη (ἰδεῖν), Ansehen, Gestalt, übh. die äußere Erscheinung; ἰδέᾳ καλὁν Pind. Ol. 11, 108; τὰ δ' ὄργι' ἐστὶ τίν' ἰδέαν ἔχοντά σοι; Eur. Bacch. 464; πολλάκι γὰρ γνώμην ἐξαπατῶσ' ἰδέαι, der Schein täuscht, Theogn. 128; ἀποσεισάμεναι νέφος ὄμβριον ἀϑανάτας ἰδέας ἐπιδώμεϑα τηλεσκόπῳ ὄμματι γαῖαν Ar. Nubb. 289; τὴν ἰδέαν μοχϑηρός, von abscheulichem Aussehen, Andoc. 1, 100; τὴν ἰδέαν πάνυ καλός Plat. Prot. 315 e; παντοδαπὰ καὶ τὰς ἰδέας καὶ τὰ μεγέϑη Phaed. 109 b; τὰ ὁρώμενα τῆς ἰδέας Charm. 158 a; τῆς γῆς Phaed. 108 d; πλάττε μίαν ἰδέαν ϑηρίου Rep. IX, 588 c; Sp., τὴν ἰδέαν τοῦ σώματος ἄμεμπτος Plut. Pericl. 3. – Uebh. die Art u. Weise, die Beschaffenheit, das Wesen; ἑτέραν ὕμνων ἰδέαν Ar. Ran. 384; τίς ἰδέα βουλήματος Av. 993; φρέαρ παρέχεται τριφασίας ἰδέας, drei verschiedene Arten von Dingen, Her. 6, 119; ἐφρόνεον διφασίας ἰδέας, sie hatten zweierlei Meinungen, 6, 100; φυγῆς, πολέμων, Thuc. 1, 109. 3, 112; τῇ αὐτῇ ἰδέᾳ 2, 62; πᾶσαν ἰδέαν πειράσαντες, jede Art u. Weise, jede Maaßregel versuchend, 3, 19; bei Isocr. 4, 7 entspricht διὰ μιᾶς ἰδέας dem τὸν αὐτὸν τρόπον, wie ἰδέαι λόγων den τρόποι, vgl. 7, 34, wo er von σεμνυνόμενοι u. ἀστεῖοι gesprochen u. fortfährt δεῖ δὲ χρῆσϑαι ἀμφοτέραις ταῖς ἰδέαις ταύταις; 3, 44 χρὴ δὲ δοκιμάζειν τὰς ἀρετὰς οὐκ ἐν ταῖς αὐταῖς ἰδέαις ἁπάσας, ἀλλὰ τὴν μὲν δικαιοσύνην ἐν ταῖς ἀπορίαις, τὴν δὲ σωφροσύνην ἐν ταῖς δυναστείαις, in denselben Lebensverhältnissen, Umständen; εἴπερ μέρη τε μὴ ἔχει καὶ μία ἐστὶν ἰδέα Plat. Theaet. 205 d; ἁπλοῦν τε εἶναι καὶ ἥκιστα τῆς ἑαυτοῦ ἰδέας ἐκβαίνειν Rep. II, 380 d, vgl. Crat. 439 e; im philosophischen Sinne, Urbild, Idee, das gedachte Ding im Ggstz des sinnlich wahrgenommenen, wobei aber immer an eine geistige Gestalt, die der Begriff annimmt u. die für den Geist gewissermaßen sinnlich wahrnehmbar ist, zu denken; ἡ τοῦ ἀγαϑοῦ ἰδέα Rep. III, 505 a, vgl. 508 e; Soph. 253 d μίαν ἰδέαν διὰ πολλῶν πάντη διατεταμένην ἱκανῶς διαισϑάνεται; vgl. Plut. plac. phil. 1, 10.
-
5 мысль
мысл||ьж ἡ σκέψη [-ις], ἡ Ιδέα / ὁ συλλογισμός (рассуждение)/ ἡ νόηση [-ις], ἡ διάνοια (мышление):основная \мысль ἡ βασική ίδέα· задняя \мысль ἡ ὑστεροβουλία· предвзятая \мысль ἡ προκατάληψη· образ \мысльей ὁ τρόπος τοῦ σκέπτεσθαι· ход \мысльей ὁ εἰρμός τῶν σκέψεων собраться с \мысльями συγκεντρώνομαι, σκέπτομαι· носиться с \мысльыо κατέχομαι ἀπό τή σκέψη· подать кому́-л. \мысль δίνω τήν Ιδέα σέ κά· ποιον приходить к \мысльи φθάνω στό συμπέρασμα, καταλήγω· э́то навело меня на \мысль αὐτό μέ ὁδήγησε στή σκέψη· быть поглощенным \мысльями εἶμαι ἀπορροφημένος ἀπό σκέψεις· у него́ мелькнула \мысль τοῦ πέρασε μιά ίδέα· не допускать и \мысльи ὁβτε νά τό σκεφθεί κανείς· у меня и в \мысльях не было ὁὔτεκἄν είχα αὐτήν τήν σκέψη, οὔτε κἄν τό σκέφτηκα. -
6 прийти
прийти 1) έρχομαι, φτάνω· \прийти домой έρχομαι στο σπίτι' \прийти первым φτάνω πρώτος 2) (κ чему-л.) καταλήγω· \прийти к власти έρχομαι στην εξουσία· \прийти к соглашению καταλήγω σε συμφωνία 3) (β какое-либо состояние): \прийти в отчаяние απελπίζομαι, πέφτω σε απελ πισία, καταντώ ◇ мне пришло в голову μου κατέβηκε μια ιδέα* * *1) έρχομαι, φτάνωприйти́ домо́й — έρχομαι στο σπίτι
прийти́ пе́рвым — φτάνω πρώτος
2) (к чему-л.) καταλήγωприйти́ к вла́сти — έρχομαι στην εξουσία
прийти́ к соглаше́нию — καταλήγω σε συμφωνία
3) ( в какое-либо состояние)прийти́ в отча́яние — απελπίζομαι, πέφτω σε απελπισία, καταντώ
••мне пришло́ в го́лову — μου κατέβηκε μια ιδέα
-
7 представление
представлени||ес1. (чего-л.) ἡ παρου-σίαση [-ις], ἡ ἐμφάνιση [-ις]·2. (при знакомстве) ἡ σύσταση [-ις]·3. (к награде и т. ἡ.) ἡ πρόταση γιά, ἡ ὑποβολή ὑποψηφιότητας·4. театр. ἡ παράσταση [-ις]:первое \представление ἡ πρώτη παράσταση· δ. (понятие) ἡ ἰδέα, ἡ ἀντίληψη [-ις]:иметь \представление ἔχω (μιά) Ιδέα· он· не имеет ни малейшего \представлениея δέν ἔχει τήν παραμικρή Ιδέα· составить себе ясное \представление о чем-л. σχηματίζω σαφή ἀντίληψη· в моем \представлениеи κατά τήν ἀντίληψή μου. -
8 представление
-я ουδ.1. παρουσίαση, εμφάνιση• προσαγωγή•представление суду доказательств παρουσίαση, στο δικαστήριο αποδεικτικών•| справки παρουσίαση βεβαίωσης.
|| σύσταση, γνωριμία.2. έκθεση, αναφορά (σε προϊστάμενο, αρχή)•представление к наградам πρόταση για βράβευση.
3. θεατρική παράσταση• θέαμα.4. αναπαραγωγή, αναπαράσταση•зрительное представление οπτική αναπαράσταση•
слуховое представление ακουστική αναπαραγωγή.
5. νόηση, αντίληψη, γνώση• ιδέα•не имею никакого -я δεν έχω ιδέα, δε γνωρίζω τίποτε.
εκφρ.дать представление – δίνω μια ιδέα, εικόνα, κατατοπίζω κάπως•в мом -и – κατ εμένα, κατά τη γνώμη μου, όπως εγώ φαντάζομαι. -
9 явиться
яви||тьсясов см. являться· откуда ты \явитьсялся? ἀπό ποῦ ξεφύτρωσες;· у меня \явитьсялась мысль μοῦ ήρθε μιά Ιδέα· у меня \явитьсялось сомнение μοῦ γεννήθηκε μιά ἀμφιβολία. -
10 περι-λαμβάνω
περι-λαμβάνω (s. λαμβάνω), umfangen, umarmen; περιλαβὼν τὸν παῖδα, Xen. An. 7, 4, 10; Rufin. 4 (V, 37); – umgeben, einschließen, περιείλημμαι μόνος, Ar. Plut. 934; – umgeben, umzingeln, fangen; Her. 5, 23. 8, 106; Thuc. 8, 42, – zusammenfassen, ταῖς χερσὶν πέτρας καὶ δρῦς, Plat. Soph. 246 a, τοῠ τείχους χαλκῷ τὸν περίδρομον, Critia. 116 b; μιᾷ ἰδέᾳ, Phaedr. 273 e; τῷ λόγῳ τὸ ὄν, Soph. 249, d; πολλὰ εἴδη ἑνὶ ὀνόματι, 226 e, wie περιειλημμένον ὀνόματι νῠν σχεδὸν ἑνί, Legg. VII, 823 b; oft bei den Folgdn: ἀεὶ μείζω καὶ πλείω περιλαμβάνειν τόπον, Pol. 4, 39, 8; τὸ περιλαμβανόμενον τῇ στρατοπεδείᾳ χωρίον, 9, 20, 3; τάφρῳ καὶ χάρακι τὰς ναῦς, 1, 29, 3, u. öfter; auch περιλαβεῖν τινα ταῖς συνϑήκαις, 5, 67, 12; u. περιειλῆφϑαι ἀργυραῖς λεπίσι, bedeckt, belegt damit, 10, 27, 10; übertr., τοῖς καιροῖς περιληφϑέντες, durch die Umstände gezwungen, 6, 58, 6; δεῖξαι, ὅσα ἐν αὐτῇ τερπνὰ περιλαβοῦσα ἔχει, Luc. de salt. 34.
-
11 δια-τείνω
δια-τείνω (s. τείνω), 1) ausspannen, ausstrecken; τὰς χεῖρας ἐπὶ τὰ λεκάνια Xen. Cyr. 1, 3, 4; τινὰ ὑπὲρ λεχέων Sosip. 2 (V, 55); gew. intrauf,: a) sich (durch etwas ganz) hin erstrecken; διατείνει ταῦτα διὰ παντὸς τοῦ βίου Arist. Nicom 10, 1; ἐπὶ πολύ 4, 1; καϑ' ἅπαν σῶμα H. A. 2, 11; τὰ ὄρη διατείνει ἀπὸ τῆς ϑαλάττης εἰς τὴν κ. τ. λ. Pol. 3, 37, 9, u. öfter; Plat. Soph. 253 d so pass., μία ἰδέα πάντη διατεταμένη; dah. πρός τι, sich worauf beziehen, angehen, Pol. 8, 31, 6; πρὸς οὐδὲν ἔτι διατείνει, ist nichts mehr nütze, 30, 12, 2, u. so Sp.; auch εἴς τι, Plut. adv. St. 21; διέτεινε πρὸς τὸν Σκιπίωνα, er reichte bis zum Scipio, lebte noch zur Zeit des Sc., Plut. Cat. mai. 15. – b) so daß man ὁδόν ergänzen kann, hingelangen, ankommen; πρός od. εἴς τι, Pol. 5, 86, 4; D. Sic. 12. 70 u. öfter. – 2) Im guten Atticismus nur med., sich anspannen, anstrengen; ποιεῖν Arist. Nic. 9, 8; πρός τι, Xen. Mem. 3, 7, 9; σφοδρῶς Dem. 18, 142, d. i. nachdrücklich behaupten, VLL. διαβεβαιοῦσϑαι; mit folgdm acc. c. inf., Antiph. 5, 46, Harpocr. διὰ συντόνου σπουδῆς ἀπηρνήσαντο. Bes, perf. pass., διατεταμένος, aus Leibeskräften, Plat. Rep. V, 474 a VI, 501 c; δεῖ διατειναμένους φεύγειν Xen. Mem. 4, 2, 23. – Her. vrbdt 9, 18 διετείνοντο τὰ βέλεα, sie hielten die Geschosse gespannt; dah. διατεινάμενον στῆναι, schußfertig stehen, Xen. Cyr. 1, 4, 23, τὰ παλτά, τὰ τόξα, u. so Sp. τὰς μάστιγας, die Geißeln aufheben, Pol. 15, 28.
-
12 приходить
приходитьнесов1. Ερχομαι, φθάνω, ἀφικνοδμαι:\приходить домой ἐρχομαι στό σπίτι· пароход приходит в пять часов τό βαπόρι φθάνει στίς πέντε ἡ ῶρα· мне приходит в голову мысль... μοῦ ήρθε μιά Ιδέα στό νοῦ...·2. (наступать, наставать) ἐρχομαι, φθάνω:приходит ночь νύχτωσε·3. (в какое-л. состояние) ἐρχομαι, περιέρχομαι, πέφτω:\приходить в отчаяние ἀπελπίζομαι, μέ πιάνει ἀπόγνωση· -\приходить в восторг κατενθουσιάζομαι· \приходить в бешенство γίνομαι ἔξω φρενών· \приходить в изумление μένω κατάπληκτος· \приходить в негодность γίνομαι ἀχρηστος, πέφτω σέ ἀχρηστία· \приходить в упадок παρακμάζω, πέφτω σέ παρακμή· ◊ \приходить всебя συνέρχομαι· \приходить к заключению φθάνω στό συμπέρασμα· \приходить к соглашению καταλήγω σέ συμφωνία, συμφωνώ-\приходить на помощь Ιρχομαι νά βοηθήσω· \приходить к концу τελειώνω. -
13 dab
[dæb] 1. past tense, past participle - dabbed; verb(to touch gently with something soft or moist: He dabbed the wound gently with cottonwool.) αγγίζω ελαφρά2. noun1) (a small lump of anything soft or moist: a dab of butter.) μικρή ποσότητα,μια ιδέα2) (a gentle touch: a dab with a wet cloth.) ελαφρό άγγιγμα,σκούπισμα -
14 приблизительный
επ..βρ: -лен, -льна, -оο κατά προσέγγιση κλπ.επιρ. приблизительный подсчт ο κατά προσέγγιση λογαριασμός•иметь-ое представление о его жизни έχω περίπου μια ιδέα (εικόνα) της ζωής του.
-
15 διατείνω
A stretch to the uttermost,δ. τὸ τόξον Hdt.3.35
; keep stretched out,τὴν χεῖρα Hp.Fract.8
;δ. τὰς χεῖρας ἐπί τι X.Cyr.1.3.4
;ἀράχνιον δ. πρὸς τὰ πέρατα Arist.HA 623a9
;τινὰ ὑπὲρ λεχέων AP5.54
(Diosc.):—[voice] Pass., extend,μία ἰδέα πάντῃ διατεταμένη Pl.Sph. 253d
.II intr., extend, Diog.Apoll.6;διὰ παντὸς τοῦ βίου Arist.EN 1172a23
;καθ' ἅπαν τὸ σῶμα Id.HA 503b21
; κατὰ τὸ συνεχὲς ἕως εἰς .. Plb.3.37.9; to continue,γένος διέτεινε λαμπρόν Plu.Marc.30
.2 δ. εἰς, ποτί τι, extend or relate to, concern, SIG569.11,38 (Halasarna, iii B. C.), cf. Plb.8.29.6;πρὸς τὰ ὅλα Id.9.5.4
.3 reach, arrive at, extend as far as,πρός.. Epicur.Ep.1p.13U.
, Plb.5.86.4, D.S.12.70, etc.; live until the time of,εἴς τινα Plu.Cat.Ma.15
.B [voice] Med. and [voice] Pass., exert oneself,τί οὖν.. διετεινάμην οὑτωσὶ σφοδρῶς; D.18.142
; at full speed,X.
Mem.4.2.23;θεῖν διατεταμένους Pl.R. 474a
; ἰέναι ib. 501c; πὺξ διατεινάμ ενος Theoc. 22.67; strain, exert the voice, Arist.Pol. 1336a39; διατείνεσθαι πρός τι exert oneself for a purpose, X.Mem.3.7.9; διετείναντο αὐτὸν μὴ εἰσελθεῖν prevented him from going in, Antipho 5.46;δ. τὰ κάλλιστα πράττειν Arist.EN 1169a9
.2 maintain earnestly, contend, δ. ὡς.. maintain stoutly that.., Pl.Sph. 247c, Thphr.HP3.18.7, CP4.6.1, etc.II in strict sense of [voice] Med., stretch oneself, Anaxan dr.41.67.2 to stretch out for oneself or what is one's own,δ. τὸ τόξον Hdt.4.9
; τὰ βέλεα ὡς ἀπήσοντες to have their lances poised as if they were about to throw, Id.9.18;διατεινάμενοι οἱ μὲν τὰ παλτὰ οἱ δὲ τὰ τόξα X.Cyr.1.4.23
;διατεταμένοι τὰς μάστιγας Plb.15.28.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διατείνω
-
16 περιλαμβάνω
A embrace, τινα X. An.7.4.10, Smp.9.4, LXXGe.29.13, etc.; grasp,ταῖς χερσὶν πέτρας Pl.Sph. 246a
: hence πολλὸν τοῦ ἀσφαλέος π. Hp.VM9.2 encompass or surround an enemy, Hdt.8.7,16, Plb.2.29.5, etc. ; μετεώρους τὰς ναῦς π. intercept them at sea, Th.8.42 ;χάρακι π. κύκλῳ τὴν πόλιν Plb.1.48.10
; ἐπεὰν δὲ αὐτὸν περιλάβῃς when you get hold of him, catch him, Hdt.5.23 ; πανοικίῃ τινὰ π. Id.8.106;π. τὸν θῆρα Pl.Sph. 235b
; π. τόπον ὑπὸ [ διφθέραις] cover it over, Phylarch.41 J.; also of water,πλείω π. τόπον Plb.4.39.8
:—[voice] Pass., to be caught, trapped,οἴμοι, περιείλημμαι μόνος Ar.Pl. 934
; τῷ καιρῷ περιληφθέντες constrained by.., Plb.6.58.6, etc.3 compass, get possession of,ἅπαντα τὰ ἐκείνου Is.8.37
;πάντα π. ταῖς ἐλπίσιν Plb.8.1.3
; acquire an art, Phld.Rh.2.21 S.II encase or cover all round,τοῦ τείχους χαλκῷ τὸν περίδρομον Id.Criti. 116b
;νεύροις.. κύκλῳ κατὰ κορυφὴν περιειλημμένη Id.Ti. 77e
;χρυσαῖς λεπίσι περιληφθῆναι Plb.10.27.10
;χαλκοῖς ἥλοις Moschio
ap.Ath.5.207b:—[voice] Pass., of substances taken in a medium, Ph.Bel.89.17.III comprehend, include, ;τῷ λόγῳ Id.8.141
;τῷ λόγῳ τὸ ὄν Pl.Sph. 249d
; πολλὰ εἴδη ἑνὶ ὀνόματι ib. 226e, cf. Plt. 288c ([voice] Pass.); δύο γὰρ ὄντα αὐτὰ καὶ.. τρίτον ἄλλο εἶδος ἓν ὄνομα περιλαβόν since one name includes the two, and a third class besides, Id.Lg. 837a ; μιᾷ ἰδέᾳ καθ' ἓν ἕκαστον π. Id.Phdr. 273e ;π. πάντα D.61.30
;π. τῇ διανοίᾳ τὸ μέλλον Plu.Luc.9
;τὴν ἱστορίαν γραφῇ Id.Cic.41
; π. τὴν.. διάλεκτον compass it (Coraës παραλαβεῖν), Id.Ant.27; βραχεῖ λόγῳ π. Luc. Peregr.42 ;π. ταῖς συνθήκαις τινά Plb.5.67.12
;ὅσα μὴ σφόδρα περιείληφε ἓν ὁ νόμος τι προσαγορεύσας Lycurg.9
:—[voice] Pass.,θήρα πάμπολύ τι πρᾶγμά ἐστι περιειλημμένον ὀνόματι νῦν σχέδον ἑνί Pl.Lg. 823b
;περιληφθῆναι τοῖς νόμοις Arist.Pol. 1287b19
;τοσούτων περιειλημμένων κακῶν Phld.Sto.339.13
(- ειλλημε- Pap.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιλαμβάνω
-
17 идея
-и. θ.1. ιδέα• έννοια•абсолютная идея απόλυτη ιδέα (θεός)•
господствующие -и οι κυριαρχούσες ιδέες•
политические -и οι πολιτικές ιδέες•
идея романа, картины η κεντρική ιόέα του μυθιστορήματος, της εικόνας•
передовое -и προοδευτικές ιδέες.
2. σκέψη•в голову пришли счастливая идея στο μυαλό μου ήρθε μια καλή σκέψη.
|| μορφή έννοια•идея добра η έννοια του καλού.
-
18 ρίχνω
ρίχτ||ω (αόρ. έρριξα) μετ.1) бросить, кидать; швырять;ρίχνω κάτω — бросать на землю;
ρίχνω κάποιον κάτω — сбивать с ног кого-л.;
2) класть, сыпать;ρίχνω ζάχαρη (αλεύρι) — класть сахар (муку);
3) сваливать, валить; обрушивать;ρίχνω (τό) σπίτι — ломать, сносить дом;
3) перен. свергать, низвергать;ρίχνω την κυβέρνηση — низвергать правительство;
ρίχνω απ' το θρόνο — сверить с престола;
4) метать;ρίχνω βέλος — пускать стрелу;
5) стрелять;του 'ρίξε μιά πιστολιά он выстрелил в него из пистолета; 6) απρόσ.:ρίχνει χιόνι (βροχή — и т. п.) идёт снег (дождь и т. п.);
ρίχνει νερό — хлещет дождь;
§ ρίχνω σκιά — отбрасывать тень;
ρίχνω νερό — наливать воду;
ρίχνω τ' αφτιά μου — робеть;
ρίχνω ρίζες — укореняться, пускать корни;
ρίχνω θεμέλιο — закладывать фундамент;
ρίχνω ύψος — или ρίχνω μπόϊ — тянуться вверх, расти;
ρίχνω κλήρο — бросать жребий; — устраивать жеребьёвку;
κανόνι — а) обанкротиться, разориться; — б) отказаться от долгов;ρίχνω σύνθημα (ιδέα) — выдвигать лозунг (идею);
ρίχνω αγκυρα — бросать якорь;
ρίχνω τό καράβι έξω — выбросить судно на берег;
ρίχνω τό παιδί — выкинуть, преждевременно родить;
ρίχνω λάδι στη φωτιά — подливать масла в огонь;
ρίχνω μιά ματιά — бросить взгляд;
ρίχνω τα μάτια ( — или τό βλέμμα) μου — обращать свой взор;
ρίχνω κάτω τα μάτια — опускать глаза;
ρίχνω τα ( — или στα) χαρτιά — а) гадать на картах; — б) раскладывать пасьянс;
τό ρίχν εξω — а) веселиться с утра до вечера; — б) небрежно, безразлично относиться к своим обязанностям;
τό ρίχνω στο... — пристраститься к чему-л.;
τα ρίχνω σε άλλον — сваливать на другого;
ρίχνω την ευθύνη σε άλλον — сваливать ответственность на другого;
ρίχνω τό σφάλμα μου σε άλλον — сваливать с больной головы на здоровую;
1) — бросаться, кидаться;ρίχνομαι
2) набрасываться, обрушиваться (на кого-л.);3) приставать (к женщине) -
19 набрести
набрести́сов βρίσκω, ἀπαντώ:\набрести на чей-л. след πέφτω πάνω στά ἰχνη κάποιου· \набрести на удачную мысль μοῦ Ερχεται μιά ἐνδιαφέρουσα Ιδέα. -
20 осенить
осени́||тьсов см. осенять· его \осенитьло τοῦ ήλθε στόν νοῦ μιά φαϊνή ίδέα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ιδέα — Φιλοσοφική έννοια. Κατά την πρωταρχική της έννοια σημαίνει την ορατή μορφή, την όψη. Κατ’ επέκταση, ο όρος αναφέρεται γενικά στη μορφή, στο είδος και στο γένος. Στην καθημερινή χρήση της, η λέξη ι. υπονοεί καθετί που υπάρχει στον ανθρώπινο νου… … Dictionary of Greek
ιδέα — η 1. τέλεια μορφή που συλλαμβάνουμε για κάτι: Ιδέα της τέλειας ισότητας. 2. έννοια κάποιου πράγματος ή ιδιότητας: Ιδέα του Θεού. – Ιδέα της πατρίδας. 3. ιδανικό, ιδεώδες: Ιδέα της ελευθερίας. – Ιδέα της δικαιοσύνης. 4. γνώμη που έχουμε για κάτι:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μεγάλη Ιδέα — Πολιτικό και εθνικό ιδεώδες που διαδόθηκε στον ελληνικό κόσμο στις αρχές του 19ου αι. και διήρκεσε έως την τρίτη δεκαετία του 20ού αι. Ο όρος Μ.I. ανάγεται στον 19ο αι. και αποδίδεται στον Κωλέττη, αλλά η ύπαρξη και η επίδραση που άσκησε στους… … Dictionary of Greek
γεύση — Μία από τις αισθήσεις, που επιτρέπει να γίνονται αντιληπτοί οι γευστικοί ερεθισμοί όταν διάφορες ουσίες μπαίνουν στο στόμα. Θεμελιώδη όργανα της γ. είναι οι γευστικοί κάλυκες της γλώσσας και του βλεννογόνου της στοματικής κοιλότητας. Τα όργανα… … Dictionary of Greek
πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek